Sunday 24 December 2006

Καλά Χριστούγεννα

Εύχομαι σε όλους σας καλά Χριστούγεννα!

Να τα περάσετε όσο πιο όμορφα μπορείτε παρέα με τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Και μην αναλωθείτε - μόνο - στο shopping και στο clubbing. Περάστε και λίγο χρόνο με την οικογένεια σας. Μ' αυτούς που πάντα θα είναι εκεί για σας.


Καλά Χριστούγεννα!

Thursday 21 December 2006

Oh Christmas tree


Oh Christmas tree
Oh Christmas tree
your leaves are never changing.

Όχι, λάθος, αυτό είναι για άλλο...

Ιτιά ιτιά
λουλουδιασμένη

Κι αυτό για άλλο είναι.

Ουφ, παραιτούμαι.

Tuesday 19 December 2006

Κάλλιο αργά παρά ποτέ

Για δες καιρό που διάλεξε

το μέλαθρο ν’ ανοίξει

στο κέντρο της πρωτεύουσας

κι εγώ να’ μαι στη Δύση.


Ααααχ... Από χτες το φέρω βαρέως. Τέτοιος καημός παιδιά μου!

Απ' ότι με πληροφόρσε κολλητός, άνοιξε Ούζου μέλαθρον στην Αθήνα, και εγώ είμαι μακριά!

Για όσους δεν το γνωρίζουν, το Ούζου μέλαθρον είναι ένα πολύ γνωστό φαγάδικο στην Θεσσαλονίκη, με εξαιρετικά πιάτα και διαλεχτούς μεζέδες. Όλα, από τη διακόσμηση μέχρι τον κατάλογο και τα ονόματα των πιάτων (πχ «Βυζάκια της Μαρίας» και άλλα τέτοια) είναι ιδιαίτερα. Οι Θεσσαλονικείς το ξέρουν σίγουρα! Όσοι τυχεροί έζησαν κάποια χρόνια στην συμπρωτεύουσα (στην οποία σημειωτέον έχω ιδιαίτερη αδυναμία) σίγουρα το έχουν τιμήσει, κι αν δεν το έχουν κάνει, μέγα σφάλμα.
Τώρα λοιπόν, κι αυτοί που δεν έχουν επισκεφθεί την Θεσσαλονίκη μπορούν να πάρουν μια γεύση από την καλοπέραση το φαγοπότι της Βορείου Ελλάδας, αφού απ’ ότι έμαθα άνοιξε μόλις πριν μια βδομάδα στο Μοναστηράκι! Εγώ πάντως, κατεβαίνοντας στις γιορτές θα το τιμήσω σίγουρα και θα πιω κι ένα ποτήρι Μαλαματίνα (θα έχουν φαντάζομαι) στην υγεία κάποιων κρεπάλων κάτι βράδια πριν μερικά χρόνια!


Σημείωση: στο site τους δεν έχουν γράψει ακόμα κάτι σχετικό, αλλά ο φίλος μου ρώτησε αν είναι το ίδιο με της Σαλονίκης, και του είπαν ναι. Επίσης είδε λίγο πεταχτά τη διακόσμιση και ήταν καρμπόν. Ελπίζω να μην κανένα επιχειρηματικό τρικ. Σύντομα θα το εξακριβώσω, γαστρονομικώς!

The Fast and the Furious

Μετά το τελευταίο post άρχισε στο blog να μυρίζει Ελλάδα επικίνδυνα. Αυτή τη μυρωδιά έρχεται να συμπληρώσει και το σημερινό σκηνικό.

Από την αρχή κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Βασικά καλά πήγαινε, αλλά… γρήγορα! Πιο γρήγορα απ’ ότι είχα συνηθίσει. Βλέπετε έτυχε σήμερα να πάρω ένα άλλο λεωφορείο, και όχι το διώροφο που παίρνω συνήθως. Βιαζόμουν να πάω σπίτι, είχε αρχίσει να πιάνει και ψύχρα, δε βαριέσαι, λέω, κοντά μ’ αφήνει κι αυτό.

Τι το ‘θελα!

Ο οδηγός φαίνεται είχε απωθημένο από μικρός να οδηγήσει Ferrari, αλλά στην πορεία δεν του έκατσε, και συμβιβάστηκε με κάτι κόκκινο μεν, αλλά μεγαλύτερο δε. Και όχι μονοθέσιο, αλλά με καμιά 30αριά συνεπιβάτες!

Ανέβαζε στροφές λοιπόν, φρέναρε απότομα, έστριβε οριακά (στο τσακ γλιτώσαμε να φάμε κάτι ποδήλατα παρκαρισμένα σε μια γωνία). Να μη σας τα πολυλογώ, είναι και περασμένη η ώρα, ο τύπος φαινόταν να είχε βάλει στοίχημα να κατεβάσει το χρόνο του ενός lap (ie ενός δρομολογίου), που μέχρι τότε κατείχε μάλλον κάποιος ανταγωνιστής γκαζοφονιάς. Ήταν και τυχερός πανάθεμά τον, γιατί δεν ήταν και γεμάτο λεωφορείο. Τον έβλεπες όμως, δυσανασχετούσε ο κακομοίρης, όποτε κάποιος που προφανώς δε συμμεριζόταν την αγωνία του πατούσε - που ακούστηκε - το κουμπάκι για στάση. Συγνώμη φίλτατε, έχεις δίκιο, η κυρία με το μωρό φταίει, νόμιζε βλέπεις ότι μπήκε σε λεωφορείο!

Σε μια φάση μάλιστα, βιαζόταν τόσο να φύγει από το pit stop εεεε bus stop ήθελα να πω, που έκλεισε την πόρτα πριν κατέβει ο καημένος ο γεράκος με την μαγκουριτσα του, με αποτέλεσμα να τον πιάσει η πόρτα! Εκεί θυμήθηκα ότι είμαι στην Αγγλία, γιατί η πολύ φανατική και παθιασμένη αντίδραση των υπόλοιπων επιβατών ήταν κάτι “Oh, ooooh”. Λες και κάποιος τους συντόνιζε όμως, μ’ ένα στόμα μια φωνή. “Oh, ooooh”!

Τέλος πάντων, με τα πολλά άνοιξε η πόρτα, κατέβηκε ο παππούς χωρίς να διαμαρτυρηθεί καθόλου (Άγγλοι, τι να πεις), και φουρκισμένος ο οδηγός – είχε χάσει βλέπετε κρίσιμα δευτερόλεπτα που ίσως στη συνέχεια αποδεικνύονταν κρίσιμα στη μάχη με το χρονόμετρο – όπου φύγει φύγει.

Έλα όμως που στο δρόμο κυκλοφορούν και άλλα αμάξια – surprise! Δεν είμαστε στο Silverstone! Ούτε καν στην πίστα στα Μέγαρα! Βγαίνοντας λοιπόν από τη στάση (αυτή του παππού, ναι) πάει να πέσει σε ένα αμάξι, που φυσιολογικά προσπερνούσε το σταματημένο μέχρι εκείνη τη στιγμή λεωφορείο. Αυτό που ακολούθησε με έκανε να γελάσω σα χαζός (τουλάχιστον έτσι θα έδειχνα μάλλον).

Αφού ο οδηγός του παρ’ ολίγον στραπατσαρισμένου αμαξιού το τράβηξε μια γερή κόρνα όλη δική του, έκανε κυρίες και κύριοι την υπέρβαση!

Άνοιξε το παράθυρο, έβγαλε το χέρι έξω, το έκανε μια γροθιά, και άρχισε ρυθμικά να το πάλλει πάνω κάτω, πάνω κάτω, πάνω κάτω - την καταλάβατε την εικόνα, μη συνεχίσω! Μάλιστα, ήθελε να του καταστήσει σαφές το μήνυμα, και έτσι η χειρονομία ήταν διαρκείας (όσο μεγαλύτερη τόσο καλύτερη).

Το χάρηκα δε φαντάζεστε πόσο! Καιρός ήταν, όλο τυπικούς, ευγενικούς και ανεκτικούς οδηγούς είχα δει εδώ, μπούχτισα!

Το όλο σκηνικό σήμερα με έκανε να αδημονώ να βρεθώ στα πάτρια εδάφη. Πίσω από το τιμόνι, με την εξωφρενική ταχύτητα των 15 km/ώρα σε κίνηση, να βρίζει ο ένας τον άλλον, να μουτζώνουμε αυτόν που μας έκανε τη σφήνα, να κατεβάζουμε καντήλια στον κάθε ψωνισμένο κάγκουρα που μας πουλάει μούρη με την εξάτμισή του αλλά όλο ξεχνιέται στο φανάρι μιλώντας στο κινητό, να τα ψέλνουμε στην κάθε κυράτσα που αντί να κάτσει να πλύνει κάνα πιάτο (chic) πήρε τους δρόμους κι όποιον πάρει ο χάρος και άλλα τέτοια ωραία!

Αχ, αυτές οι γιορτές, μου ξυπνάνε συναισθήματα αγάπης και αλληλοσεβασμού!

Monday 18 December 2006

Σουβλάκι, ταραμάς και Μάριος Τόκας

Πόσα Σαββατόβραδα έχετε κανονίσει έξοδο; Φαντάζομαι τα περισσότερα, από τότε τουλάχιστον που έχετε αυτή τη δυνατότητα… Πόσα όμως σας έχουν μείνει αξέχαστα; Κι όχι αξέχαστα με την έννοια «πέρασα αξέχαστα!» ή «δε θα ξεχάσω το γέλιο που ρίξαμε». Αλλά να γυρνάς σπίτι σου και να συνειδητοποιείς ότι αυτή τη βραδιά θα τη θυμάσαι για χρόνια.

Ένα τέτοιο λοιπόν Σαββατόβραδο πέρασα χτες. Και όχι με φίλους, ούτε καν με γνωστούς.

Χτες ένα σωματείο ομογενών, καταγωγής από τα μέρη του πατέρα μου, είχε την Χριστουγεννιάτικη εκδήλωσή του. Όταν λέμε για εκδήλωση, μη φανταστείτε μεγαλεία και πολυκοσμία! Δε μιλάμε για εκδήλωση πρεσβείας, για τοπικό σωματείο λέμε! Επειδή λοιπόν έτυχε να ξέρω έναν δυο ανθρώπους εκεί, με κάλεσαν να παρευρεθώ. Μην έχοντας και τίποτα καλύτερο να κάνω (βλέπεις πολλοί έχουν ήδη επιστρέψει για τις γιορτές), αποδέχτηκα την πρόταση, αν και περισσότερο ως κοινωνική υποχρέωση το είδα, παρά ως ευκαιρία για διασκέδαση.

Έφτασα από τους πρώτους, καθ’ ότι όταν δεν ξέρω πώς να πάω κάπου, παίρνω τα μέτρα μου και ξεκινάω νωρίτερα. Βρήκα έναν χώρο απλό, μερικά τραπέζια στρωμένα και μια τηλεόραση συντονισμένη στο ERT world (το πρώην ERT sat). «Από δω ο καφετζής μας», με συστήνει ο γνωστός μου. Γραφική φιγούρα. Ένας μελαμψός σαρανταπεντάρης, με κοιλίτσα, με ένα τριμμένο κοντομάνικο για την περίσταση (θα αναλάμβανε και χρέη ψήστη) και παχύ μαύρο μουστάκι. Πληθωρικός και στο χαρακτήρα, αμέσως να μου πιάσει την κουβέντα. Ευχάριστος, μερακλής!

Σιγά σιγά καταφθάνουν οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες. Και αναλογίζομαι: οκ Γκρινιάρη, ψυχραιμία. Μπορεί να είμαι ο μόνος κάτω από 45, μπορεί η πλειοψηφία να είναι Γερουσία, αλλά θα το παλέψεις!

Πότε ξανάκανα τόσες πολλές χειραψίες δε θυμάμαι. Βλέπετε όλοι εκεί γνωρίζονταν, εγώ ήμουν, εκτός από μικρός, και άγνωστος. Και σε κάθε μια ακουγόταν το γνωστό τροπάρι από τον «σύνδεσμό» μου. «Είναι ο εγγονός του κυρ-Γκρινιάρη, τον θυμάσαι; Ναι, ναι. Ε, παιδί του γιού του είναι». Και δώσε του γέλια, και δώσε του χειραψίες, και δώσε του μακρινές συγγένειες που μου ανέλυαν, και τις οποίες εγώ συνήθως δεν καταλάβαινα… Άλλοι μάλιστα είχαν φροντίσει να πληροφορηθούν από που βαστάει η σκούφια μου, βλέποντας μια άγνωστη φυσιογνωμία ανάμεσά τους, και ερχόντουσαν τείνοντας μου το χέρι τους, συστηνόμενοι. «Ξέρω, είσαι ο εγγονός του κυρ-Γκρινιάρη. Εγώ είμαι άντρας της αδερφής του Ταδόπουλου, που έμενε απέναντι από τον παππού σου». Όπου εκεί εγώ έπρεπε να γνέψω καταφατικά, ότι ναι, κάτι θυμάμαι, άσχετα αν εγώ ούτε είχα ακούσει τον κύριο Ταδόπουλο και την αδερφή του…

Από την κουζίνα πιο δίπλα είχε αρχίσει να έρχεται η τσίκνα. Μου είχε λείψει αυτή η θεσπέσια μυρωδιά. Εδώ στους δρόμους αν οσμιστείς κάτι σε φαγητό, αυτό θα είναι τηγανητό. Μας φάγανε τα fishάδικα. Τόσο που τις πρώτες μέρες νόμιζα ότι παντού μυρίζω Mac Donald's. Το ψητό όμως έχει άλλη γλύκα…

Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν, αλλά παραδόξως όχι για θέματα από την πατρίδα, όπως εγώ περίμενα. Έναν αστείο τόνο στο όλο σκηνικό έδιναν οι bilingual συνομιλίες. Να ρωτά ο ένας στα ελληνικά, να απαντά η άλλη στα αγγλικά. Να συνεχίζει ο άλλος ανάμεικτα, να αποκρίνεται η άλλη σε ελληνικά. Και όλα να φαίνονται τόσο φυσιολογικά… Η μασκότ ήταν ο καφετζής-ψήστης, στον οποίον γινόταν άγρια καζούρα για το κρέας, αλλά και επειδή στα κλεφτά άνοιγε την πόρτα για να καπνίσει λίγο, με αποτέλεσμα όλοι οι υπόλοιποι να τον πέρνουμε χαμπάρι από το ρεύμα παγετού που μας χτυπούσε και να του τα ψέλνουν!

Στην τηλεόραση είχε βάλει τώρα το Στην Υγεία μας, με καλεσμένο αυτή τη φορά τον Μάριο Τόκα, αγαπημένο συνθέτη. Απ’ ότι κατάλαβα το πρόγραμμα αυτό έχει μεγάλη απήχηση εδώ. Γιατί όχι; Εδώ στην Ελλάδα, με όλες τις πίστες και τα ραδιόφωνα στα πόδια μας, και τέτοια προγράμματα χτυπάνε νούμερα (ακόμα έτσι είναι; Ιδέα δεν έχω). Υπό το άκουσμα λοιπόν των μελωδιών του Τόκα, αλλά κυρίως του σαματά από τις μεγαλόφωνες συζητήσεις, τα γέλια και τα πειράγματα, άρχισε το φαγητό. Πίτες, σουβλάκια, ταραμάς, ελιές, σαλάτα. Λιτά, χωρίς πολυτέλειες, αλλά ποιος τις χρειάζεται; Το κρασί και οι ευχές συμπλήρωναν το ζεστό σκηνικό.


Είχα χαθεί. Ξαφνικά με είδα σε ένα ταβερνάκι στου Ζωγράφου, να τα πίνω με τους κολλητούς μου, με το κρασί να αρχίζει να μου μουδιάζει το μέτωπο, με τα γέλια να μη με αφήνουν να κατεβάσω μπουκιά. Που είστε ρε σεις, μου λείπετε γαμώτο…


Δεν ήμουν στο Λονδίνο. Τίποτα δε θύμιζε Αγγλία. Μόνο ίσως εκείνα τα κόκκινα διώροφα λεωφορεία που έβλεπα καμιά φορά από την mosaic τζαμαρία. Απρόσκλητοι επισκέπτες στην ελληνική μας βραδιά.

Η αλήθεια είναι πως την περισσότερη ώρα παρακολουθούσα παρά συμμετείχα. Πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά άλλωστε, άγνωστος μεταξύ γνωστών, δεν είχα πολλά να πω, είχα όμως αρκετά να ακούσω. Οι άνθρωποι μπορεί να μου ήταν άγνωστοι βέβαια, το κλίμα όμως ήταν γνώριμο. Ζεστό, φιλικό. Να σε αγκαλιάσουν, να σε περιποιηθούν. Καιρό είχα να νιώσω έτσι.

Τα σημάδια λίγων μόνο βδομάδων ξενιτιάς και μοναξιάς, καλά κρυμμένα στο τρέξιμο της καθημερινότητας, ξεγυμνώθηκαν με μιας.

Όταν τελείωσε το φαγητό, αφού δηλαδή ως κλασικοί Έλληνες φάγαμε του σκασμού, έγινε κάτι που εμένα μου φάνηκε λίγο γελοίο, αλλά μάλλον μόνο σε μένα. Με την παρότρυνση του προέδρου του σωματείου, ενός πολύ δραστήριου ανθρώπου, έψαλαν εύθυμα και γελαστά, όπως ταιριάζει άλλωστε και στις μέρες, το «Τη γέννησή σου Χριστέ», το «Η Παρθένος σήμερον» και το… «Άγια Νύχτα»! Εντάξει, ομολογώ, αυτό δεν το περίμενα, αλλά πώς να τους παρεξηγήσεις αυτούς τους ανθρώπους; Και γιατί να το κάνεις; Έτσι το νιώθουν, έτσι το κάνουν!

Κάπως έτσι τελείωσε η βραδιά μου χτες.


Αν μου έλεγε κάποιος πριν 3 μήνες ότι Σάββατο βράδυ θα το περνούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο, με ανθρώπους άγνωστους και τελείως διαφορετικούς από εμένα, μάλλον θα γέλαγα. Αν μου έλεγε μάλιστα ότι μετά θα ήμουν κι ευχαριστημένος, μάλλον θα πίστευα ότι με κοροϊδεύει και θα θύμωνα. Αλλά κοίτα να δεις πως αλλάζουν τα πράγματα, έτσι;

Βασιλόπιτα πότε θα κόψουμε πρόεδρε;

Friday 15 December 2006

Αναβαθμισμένος...

Μετά κόπων και βασάνων, και μετά από την εκβιαστική στάση του blogger (ή αναβαθμίζεσαι ή τέρμα τα comments) κατάφερα επιτέλους να περάσω κι εγώ από την άλλη μεριά. Άντε να δούμε...

Σκέφτομαι, αφού το τόλμησα το beta (αν και ανέκαθεν ήμουν οπαδός των stable εφαρμογών και καταστάσεων γενικότερα), να δοκιμάσω κάποιες από τις νέες δυνατότητες (;) όπως πχ αυτό με το labeling των posts και την κατηγοριοποίηση. Όχι οτι έχω και κανα μεγάλο blog δηλαδή, αλλά έτσι που το είδα, μου ξύπνησε ξαφνικά τη Μόνικα μέσα μου...

Ωράρια

Προσπαθώ να καταλήξω πιο από τα δυο ωράρια είναι το καλύτερο. Το ελληνικό ή το αγγλικό.

Ας τα βάλω κάτω λοιπόν.

Στην Ελλάδα πρέπει να πας στη δουλειά σου κατά τις 8. Αν υποθέσουμε οτι μένεις 40 λεπτά δρόμο μακριά, ξυπνάς κατά τις 6:30, τρως ενα υποτυπώδες πρωινό ενώ πλένεσαι και ντύνεσαι, και 7-7:15 είσαι στο δρόμο. Θα φτάσεις κατά τις 8, ήδη φουρκισμένος αφού σε όλη τη διαδρομή βλασφημούσες γιατί να χάνεις μιάμιση ώρα κάθε μέρα από τη ζωή σου στην κωλοκίνηση. Στρώνεσαι λοιπόν στη δουλειά. Άντε κατά τις 11-11:30 να κάνεις ένα break για καφέ με τους συναδέλφους, να πάρεις δυνάμεις, να τσιμπήσεις και κάτι τις γιατί βέβαια δεν έφαγες σωστά το πρωί (και πότε να προλάβεις, κατεβαίνει και μπουκιά χαράματα;) και μετά back to office, σερί μέχρι τις 3:30-4. Άντε, στο τσακίρ κέφι να φέρει κάποιος να τσιμπήσετε κάτι στα πεταχτά. Κάνεις υπομονή όμως, γιατί ξέρεις οτι σε λίγο σχολάς, και ότι μετά τον γολγοθά της επιστροφής στο κολαστήριο της Αθήνας θα σε περιμένει ένα ζεστό πιάτο φαί (από τη σύζυγο/μητέρα/πιτσαρία της γειτονιάς) και μετά θα έχεις όλο το απόγευμα (αλλά τις δυνάμεις;) να αφιερώσεις στα παιδιά/σκύλο/υπολογιστή/τένις σου. Και γιατί όχι, να το ρίξεις και λίγο έξω το βραδάκι με τους κολλητούς, κι ας είσαι αύριο ράκος στη δουλειά, μια παρασπονδία που και που επιτρέπεται. Νομίζω;

Στην Αγγλία είναι λίγο διαφορετικά. Εδώ πας για δουλειά κατά τις 9-9:30, τότε ανοίγουν όλα τα καταστήματα και οι υπηρεσίες. Που σημαίνει οτι αν μένεις σε 40 λεπτά μακριά, θα σηκωθείς 8 παρά, θα φας κάτι τις (αυτό είναι θέμα συνήθειας παρά ωραρίου τελικά. Αν και το φως της ημέρας σίγουρα σε προδιαθέτει περισσότερο να φας και κάτι) και στις 8:15-8:30 θα βγεις στο δρόμο. Κατά πάσα πιθανότητα δε θα βλασφημήσεις για την κίνηση, γιατί είτε θα έχεις πάρει το μετρό είτε δε θα έχει κίνηση. Βέβαια και στις δυο περιπτώσεις θα αναρρωτιέσαι αν αυτή η ψυχική ηρεμία (σε σύγκριση με την Ελλάδα) αξίζει τα 150 ευρώ μηνιαίως (!!!) για την κάρτα απεριορίστων διαδρομών του μετρό ή τα 12 ευρώ ημερισίως (!!!) για το congestion charge, δηλαδή για να σου επιτραπεί η είσοδος με το αυτοκίνητο στο κέντρο. Χωρίς να υπολογίζεις το parking, που είναι περίπου ώρα και λίρα! Anyway, φτάνεις ξεκούραστος (και ελαφρύτερος κατά κάποια χρήματα) στη δουλειά κατά τις 9-9:30. Αρχίζεις τη δουλειά με την συνήθη γκρίνια (κάποια πράγματα απλά μένουν ίδια!), αλλά δεν περνάνε δυο ώρες και ξαφνικά όλοι δίπλα σου σταματάνε για 15 λεπτάκια (μύγα τους τσίμπησε;) για το τσάι τους. Tea time. Back to work, αν και το τσάι δεν σου γέμισε το άδειο στομάχι, που έχει αρχίσει και διαμαρτύρεσαι (καλά να πάθεις! Και σου έλεγε η μαμά σου μικρός να μη φεύγεις νηστικός από το σπίτι. Λούσου τα τώρα!). Έννοια σου όμως και ο uncle Sam (αυτό δεν είναι για την Αμερική; Χμμμ) έχει φροντίσει να είσαι πιο αποδοτικός σκλαβ... εεεε, εργαζόμενος! Δεν πάνε λοιπόν δυό ώρες και 1-2 έχει lunch break. Ξαφνικά λοιπόν όλο το προσωπικό ξεχύνεται στα γύρω snack shops, σούπερμάρκετ, fast food και ότι άλλο και μασαμπουκώνει. Χορτάτος λοιπόν επιστρέφεις στις 2 και συνεχίζεις τη δουλειά μέχρις τις 5-5:30-6. Με κάποιο ενδιάμεσο tea break ξανά, ίσως. Μπα; Πέρασε κι όλας η μέρα; Δεν το κατάλαβες. Εμ βέβαια, με τόσα διαλείμματα, οι 7-8 ώρες δε σου φάνηκαν βουνό. Ώρα για το σπίτι.

Ωπ, μπάστα. Ωραίο αυτό, ξεκούραστο.. Τι γίνεται όμως όταν τελειώσεις τη δουλειά; Κοιτάς έξω, νύχτα. Κοιτάς το ρολόι σου και είναι 6. Μέχρι να πας σπίτι σου να κάνεις ένα μπάνιο, πήγε 7:30, έφυγε η μέρα. Σου μένει το βράδυ βέβαια, αλλα αυτό δε σημαίνει και πολλά, όταν ξέρεις οτι η τελευταία προβολή ταινίας είναι κατά τις 9, ενώ η pizza hut κλείνεις τις 10. Έχεις 3 ώρες να βιαστείς να διασκεδάσεις, γιατί μετά σφυράει σιωπητήριο. Και να θες δηλαδή, που να πας;

Υπάρχει και κάτι άλλο που δεν το συνειδητοποιείς από την αρχή. Όλοι μας εδώ και καιρό έχουμε την εντύπωση οτι νυχτώνει νωρίτερα εδώ πέρα. Και αυτό μας έριχνε λίγο. Γιατί ως γνωστόν ο ήλιος είναι ζωοδότης, και στην Ελλάδα τον έχουμε πολύ. Στην πορεία όμως, και αφού τα βάλαμε κάτω, είδαμε οτι νυχτώνει την ίδια περίπου ώρα με την Ελλάδα. Γιατί όμως εμείς το νιώθαμε έτσι; Η απάντηση είναι στο ωράριο. Έχει πολύ μεγάλη διαφορά στην ψυχολογία σου να φεύγεις από τη δουλειά ταλαιπωρημένος, νηστικός, φορτωμένος με έννοιες, αλλά να είναι μέρα, να μη χρειάζεται να ανάψεις προβολείς στο αμάξι και φως στο καθιστικό σου και να νιώθεις οτι έχεις όλο τη μέρα μπροστά σου (αν δεν έχεις κάποια υποχρέωση για τη δουλειά), από το να τελειώνεις λίγο πιο ξεκούραστος και πιο ισορροπημένος διαιτητικά, αλλά να έχει πέσει το σκοτάδι και να νιώθεις οτι αν και είναι ακόμα απόγευμα τυπικά, η μέρα έχει χαθεί.

Wednesday 13 December 2006

Αγώνας διαρκείας

Στο msn...
- Για πες, άλλα νέα από κει πέρα;
- Τι νέα μωρε, καλά, τα ίδια. Να, δεν έχουμε μάθημα αύριο.
- Γιατί (κοιτάζω το ημερολόγιο να δω μήπως ξέχασα πάλι καμιά εθνική γιορτή. Την 17η Νοεμβρίου τσίμα τσίμα την πρόλαβα).
- Ε, απεργία ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.
- Α, κι εγώ που νόμιζα οτι ήρθε η ώρα για το καθιερωμένο πανεκπευδευτικό συλλαλητήριο...
- Μπα. Απεργία. Ξέρεις, δε θα λειτουργεί το μετρό κι όλας, τα κλασικά. Μάλλον και μεθαύριο δηλαδή, δε θα έχουμε μάθημα.
- Γιατί πάλι;
- Συνέλευση.
- Α, ωραία.

Εδώ πότε θα την κοπανήσουμε καμιά μέρα; Εκεί κάτω τόσες ευκαιρίες είχαμε κάθε τόσο. Συνελεύσεις, πορείες, αποχές, καταλήψεις, απεργίες καθηγητών, στάσεις στα μέσα μεταφοράς, φοιτητικές εκλογές, Πρυτανικές εκλογές, απεργίες άλλων φορέων, παραπλήσιων και μη. Εδώ ούτε καν τη 17η Νοεμβρίου δεν τιμήσαμε, να το κλείσουμε το μαγαζί. Τι πράγματα είναι αυτά; Μα που είναι πια οι φοιτητικοί σύλλογοι;

Α ρε τιμημένο Ελληνικό Πανεπιστήμιο...

Tuesday 5 December 2006

Don' t die before you' ve lived

Κι εκεί που κάθομαι στο σινεμά να απολαύσω τον 007 σε νέες περιπέτειες, να δω τι λένε και τα σινεμά στας Αγγλίας (8,5 λίρες παρακαλώ, ήτοι 13 ευρώ περίπου!), να σου το αρκετά δυνατό spot της καμπάνιας του Transport for London (οργανισμός συγκοινωνιών, έλα τώρα!) για την αποροσεξία στο δρόμο που μπορεί να αποβεί μοιραία.

Μια ζωή που δεν θα ζήσεις, τα όνειρα που δεν θα πραγματοποιήσεις, οι στιγμές που δεν θα νιώσεις ποτέ.

Μην πεθάνεις πριν έχεις ζήσει...

Δείτε τα spots εδώ κι εδώ.

Friday 1 December 2006

Σκέψεις του δρόμου

Μου αρέσουν τα λεωφορεία - όταν κάθομαι βέβαια, που ευτυχώς τελευταία συμβαίνει συχνά!

Σε αφήνουν να βυθιστείς στις σκέψεις σου, να ξεχαστείς.

Πότε άλλοτε να το κάνεις; Το βράδυ ονειρεύεσαι. Το πρωί τρέχεις να προλάβεις να ετοιμαστείς στην ώρα σου. Αργότερα κουρασμένος, θα βγεις, θα συζητήσεις, θα κάτσεις να δεις τηλεόραση, καμιά ταινία στο DVD, θα διαβάσεις κάποιο βιβλίο, θα κοιμηθείς.

Είναι ίσως το μοναδικό κομμάτι της ημέρας που το σώμα δεν συγκρατεί το μυαλό.
Θυμάμαι πριν χρόνια, τρίτη λυκείου, συνέχεια στην τσίτα, να με τρώνε οι δρόμοι, σχολείο σπίτι, σπίτι φροντηστήριο, φροντηστήριο σπίτι. Οι μόνες στιγμές ηρεμίας, που μπορούσα να σκεφτώ λίγο παραπέρα από τα στενά όρια της μαθητικής μου καθημερινότητας, ήταν εκείνες στη θέση του συνοδηγού, κοιτώντας έξω. Απλά έξω, τίποτα συγκεκριμένο. Παρά τις συνεχείς οχλήσεις της μητέρας μου να ανοίξει συζήτηση, προτιμούσα να χάνομαι. Ήταν 20 πολύτιμα λεπτά, όλο τον υπόλοιπο χρόνο τον είχα δώσει αλλού. Όταν το συνειδητοποιείς, πόσο λίγος χρόνος σου έχει μείνει γι' αυτό, τρομάζεις.

Το είχα ξεχάσει αυτό το συναίσθημα. Θες η φοιτητική ζωή και ο άπλετος - συγκριτικά με πριν - χρόνος; Θες η οδήγηση που δεν επιτρέπει τέτοια μυστήρια ταξίδια του μυαλού; Θες το μετρό που με την ένταση που σου προκαλεί σε κάνει μόνο να μετράς τις στάσεις ανάποδα μέχρι τη δική σου;

Το ξαναένιωσα τώρα.

Στο λεωφορείο μόνος σου εκ των πραγμάτων φεύγεις. Το μυαλό σου τρέχει και δεν το συγκρατεί κανείς και τίποτα. Ίσως μόνο η αγωνία να μη χάσεις τη στάση...

Κάθε τι δε σε αποσπά. Απλά σου ανοίγει ένα ακόμα μονοπάτι να περιπλανηθείς. Και ποτέ δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Απρόβλεπτα ταξίδια χωρίς προορισμό. Χωρίς στόχο και αφετηρία, ανεπιτήδευτα.

Σκέψεις του δρόμου, αυθεντικές.

Άφησέ τις να σε πάρουν απ' το χέρι. Να σε προβληματίσουν, να σου θυμίσουν, να σε φοβίσουν.

Στάση. Εδώ κατεβαίνω. Αύριο πάλι, τη γνωστή ώρα, στο ίδιο μέρος.