Είναι τόσα πολλά αυτά που γεμίζουν τη σκέψη μου όλο αυτό το διάστημα, όπως είμαι σίγουρος ότι απασχολούν και όλους μας. Δεν χρειάζεται να παρακολουθεί κανείς τηλεόραση ή twitter. Το βιώνει, στην καθημερινότητά του, στην τσέπη του, στην αύρα που υπάρχει εδώ και τόσους μήνες. Πάντα υπήρχε αυτή η περίεργη αύρα στην ελληνική κοινωνία, αλλά η κατάσταση έχει πιάσει πάτο λόγω των γεγονότων των τελευταίων ετών. Η παραδοσιακή γκρίνια και μίρλα που κυριαρχούσε ως τώρα στην καθημερινότητά μας, με πολύ σιχτιρισμό του «κράτους» και λίγο ωχαδερφισμό, έχει πια εμπλουτιστεί με απόγνωση και κατάθλιψη.
Ας μην κρυβόμαστε. Ο Έλληνας ακροβατεί μεταξύ σοβαρής ψυχολογικής πίεσης και κατάθλιψης. Και είναι απόλυτα λογικό. Ως κοινωνικό ον λαμβάνουμε συνεχώς ερεθίσματα από το μικρόκοσμό μας και όχι μόνο. Όσο κι αν στρουθοκαμηλίσει κάποιος, όσο επίμονα κι αν προσπαθήσει κλειστεί στη γυάλινο κόσμο του, είναι αδύνατο να μη βιώσει αυτή την ψυχολογική πίεση, αυτό το διαρκές άγχος που βιώνουμε όλοι. Ένα άγχος που ίσως να μην το αντιλαμβανόμαστε, όμως υπάρχει, συσσωρεύεται, διογκώνεται και τελικά μπορεί να μας κυριέψει. Αν δε κάποιος επιμένει να ενημερώνεται συστηματικά ή και να αναλαμβάνει κάποιο πιο ενεργό ρόλο, τα αποτελέσματα είναι πιο γρήγορα και εντυπωσιακά.
Δε χρειάζεται κάποιος να δει τις ειδήσεις και τους απειλητικούς τίτλους των εφημερίδων. Δε χρειάζεται να σκρολάρει στο timeline του twitter.
Δε χρειάζεται να διαπιστώνει το όργιο της ατιμωρησίας, να ακούει για χρεωκοπία, για νέες περικοπές.
Δε χρειάζεται να μαθαίνει για ανεξήγητες σπατάλες που μας έφεραν ως εδώ και τώρα του ζητούν να τσοντάρει για να μη βουλιάξουμε.
Δε χρειάζεται να μη μπορεί να βρει φάρμακα ενώ αυτός πλήρωνε τόσα χρόνια τις εισφορές του (λες και είχε άλλη επιλογή) για να τις κακοδιαχειριστούν κάποιοι και να αδειάσουν τα ταμεία.
Δε χρειάζεται να διαβάζει για πρόστιμα που επιβάλλονται μεν, δεν εισπράττονται δε, αλλά κατά τ’ άλλα ο ίδιος θα πρέπει να πληρώσει και να ξαναπληρώσει.
Όχι. Στο απίθανο σενάριο που τίποτε από αυτά δεν τον έχει αγγίξει, το βλέπει στα μάτια των γειτόνων, της οικογένειάς του, των γύρω του. Το οσμίζεται στους χώρους εργασίας, όπου η αβεβαιότητα για το μέλλον επισκιάζει κάθε όρεξη για δουλειά και δημιουργικότητα. Το διαβάζει στα μάτια των επιτυχόντων των πανελληνίων που ένας Θεός ξέρει με τι όνειρα επέλεξαν τις σχολές τους. Το βλέπει στις βαλίτσες των χιλιάδων νέων που ξενιτεύονται για μια καλύτερη τύχη.
Παρένθεση – Πόσο μικρό κράτος είσαι όταν ξόδεψες τόσο χρήμα και απορρόφησες τόση ενέργεια από έναν μαθητή και κατόπιν φοιτητή αλλά και από την οικογένειά του, τους δασκάλους και τους καθηγητές του, για να τον κάνεις επιστήμονα/μηχανικό/ο,τι-θες ώστε τελικά να τον στείλεις στα 30 του, έτοιμο, καταρτισμένο να βοηθήσει στην ανάπτυξη μιας άλλης χώρας… Κλείνει η παρένθεση.
Και προχωράμε όλοι μαζί χέρι χέρι μέσα σε ένα τουνελ στο οποίο αδυνατούμε να δούμε φως. Δε μπορούμε καν να φανταστούμε την ελπίδα ότι θα δούμε φως. Καμία ελπίδα, καμία προοπτική. Κατρακυλάμε και δε μπορούμε να δούμε τον πάτο, ώστε να φανταστούμε την ανάκαμψη. Ποια ανάκαμψη; Δεν τολμάμε καν να ονειρευτούμε γι’ αυτήν.
Αυτά τα δυο μαζί, το διαρκές άγχος και η έλλειψη προοπτικής, δημιουργούν ένα δηλητηριώδες μείγμα που έχει μπολιάσει μια και περισσότερες ίσως γενιές. Ναι, σίγουρα, οι – σοβαρές – μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, οι βαριοί φόροι και τα χαράτσια, η μεγάλη ανεργία που μαστίζει πολλές πολλές οικογένειες, η εργασιακή αβεβαιότητα, όλα αυτά και αρκετά ακόμα έχουν πιέσει έως και εξοντώσει τους περισσότερους. Επιπροσθέτως όμως, αυτή η γαμημένη ψυχολογία που έχει ριζωθεί μέσα σε όλους μας ανεξαιρέτως, είναι μια πληγή που δε μετριέται σε ευρώ ή ποσοστά. Μια πληγή που φοβάμαι ότι θα εξελιχθεί σε σύνδρομο που θα στιγματίσει γενιές, σαν άλλοτε μετά από δύσκολες περιόδους και καταστροφές. Και το μεγάλο στοίχημα της δικής μας γενιάς θα είναι αυτό. Να βρούμε τη δύναμη να το παλέψουμε. Μπορούμε;
ΥΓ. Αφού τα είπα και ξεθύμανα, ελπίζω πως θα επανέλθω με κάποιο πιο ανάλαφρο post. Το ‘χουμε πει, το blog λειτουργεί ως αντίβαρο, ως διέξοδο, οπότε μην εκπλαγείτε αν δε συνεχίσω στο ίδιο στυλ.